Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η εργατική μας τάξη θα ξανασηκωθεί

Δίπλα στην πραγματικότητα των νέων μνημονιακών μέτρων και των χυδαίων παζαριών γύρω από το χρέος, υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα: είναι ο αγώνας της εργατικής μας τάξης για επιβίωση με αξιοπρέπεια. Ακόμα κι αν αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να κινητοποιηθεί οργανωμένα, ο εργαζόμενος λαός δεν έχει σκύψει το κεφάλι, δεν έχει υποταχθεί στα μνημονιακά ψέματα. Σποραδικές κινήσεις οργάνωσης και αντίστασης θα δώσουν με την πρώτη ευκαιρία τη θέση τους σε πιο αποφασιστικούς αγώνες.
Σε διεθνές επίπεδο, η σύγκρουση Αμερικής-Ευρώπης όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει αλλά θα κλιμακωθεί. Η σκληρή διαπάλη μεταξύ «ανοιχτών αγορών» και «εθνικού προστατευτισμού» δείχνει το αδιέξοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού και ανοίγει ρήγματα που θα διευκολύνουν την πάλη της εργατικής μας τάξης.  

 1. Για πολλοστή φορά την τελευταία επταετία, η κυβέρνηση, τα κόμματα, η «αγορά», οι επιχειρήσεις, η χώρα η ίδια με μία έννοια, ζουν με την αγωνία για το κατά πόσον θα επιτευχθεί η πολυπόθητη «συμφωνία με τους δανειστές»· ώστε να πάρουμε τη «δόση» για το ομόλογο του Ιουλίου και να ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα χρειαστεί νέο μνημόνιο, θα ενεργοποιηθεί η πολυπόθητη «έξοδος από την κρίση» και τα πρόσφατα ψηφισμένα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα για το 2019-2021 θα είναι «τα τελευταία». Στην πραγματικότητα, βέβαια, μιλάμε για θέατρο του παραλόγου! Κατ’ αρχάς, ο εργαζόμενος ελληνικός λαός δεν διακατέχεται από αγωνία για τη «συμφωνία», αλλά από αγωνία για το αν θα έχει να τη βγάλει τον επόμενο μήνα, το επόμενο εξάμηνο, τον επόμενο χρόνο. Η «διαπραγμάτευση», η «συμφωνία», η «ελάφρυνση» κ.λπ. δεν έχουν και μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα της οικονομίας, αλλά είναι ένα χυδαίο πολιτικό παιχνίδι για να διατηρήσουν τον έλεγχο των εξελίξεων οι πρωταγωνιστές αυτού του εγκλήματος (Ε.Ε., ΔΝΤ, εγχώριο μνημονιακό σύστημα) εις βάρος του ελληνικού λαού.
Εξηγούμε. Κατά πρώτον, δεν μπαίνει καν στην κουβέντα η πιθανότητα μιας «ρήξης» της κυβέρνησης με τους «δανειστές», οι οποίοι έχουν παραβιάσει ξεδιάντροπα όλες τις δεσμεύσεις τους για τη ρύθμιση του χρέους. Η παράδοση άνευ όρων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το καλοκαίρι του ’15 είναι μια διαδικασία χωρίς επιστροφή. Και ίσα ίσα, όσο πιο στριμωγμένη πολιτικά είναι η κυβέρνηση στο εσωτερικό τόσο πιο πειθήνια γίνεται απέναντι στους «δανειστές». Κατά δεύτερον, είναι σίγουρο ότι οι τελευταίοι θα μας δώσουν τη δόση για να πληρώσουμε το ομόλογο του Ιουλίου, γιατί αυτά τα χρήματα απλούστατα θα επιστρέψουν στη δική τους τσέπη.
Κατά τρίτον, είναι δεδομένο ότι η όποια «ελάφρυνση» του χρέους δεν περιλαμβάνει την ονομαστική μείωσή του, καθώς κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς από τις συνθήκες της Ε.Ε. και το καταστατικό του ΔΝΤ. Άρα μιλάμε ουσιαστικά για μια μετακύλιση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους προς τα πίσω. Κι εδώ αρχίζει η παράνοια. Δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να μπορεί να προβλέψει από τώρα τι θα ισχύει για το ελληνικό ΑΕΠ –άρα και για το ελληνικό χρέος– μετά από 20, 30 ή 40 χρόνια. Τα σενάρια για πλεονάσματα 2%-2,5% μέχρι το 2060 (!) το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι η θέση όσων τα συζητούν είναι στο κοντινότερο ψυχιατρείο. Όσον αφορά το τωρινό κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, αυτό δεν είναι απαγορευτικά υψηλό, και μάλιστα είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι άλλων χωρών της Ε.Ε. Τέλος, τα αντιλαϊκά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα (και που δικαίως χαρακτηρίζονται «4ο Μνημόνιο») δεν έχουν και μεγάλη σχέση με τη «βιωσιμότητα» του χρέους.
Οπότε όλο το μπαλάκι μεταξύ Βερολίνου-Βρυξελλών-ΔΝΤ-κυβέρνησης αφορά στο να πειστούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το παγκόσμιο τοκογλυφικό-τραπεζικό σύστημα ότι τα πράγματα στην Ελλάδα βαίνουν καλώς, οπότε ας την αφήσουμε να βγει στις αγορές για βραχυπρόθεσμο δανεισμό (όπως κάνουν οι υπόλοιπες χώρες για να εξυπηρετούν τα χρέη τους). Αυτό, όμως, δεν θα το κρίνουν βάσει κάποιου μαθηματικού υπολογισμού, που δεν υπάρχει, αλλά με έναν ξεκάθαρα πολιτικό υπολογισμό. Με το κατά πόσον δηλαδή έχει ολοκληρωθεί η μνημονιακή «θεραπεία» της Ελλάδας, τόσο ως προς την καθυπόταξη του ελληνικού λαού και όλων των πολιτικών του δυνάμεων, όσο και ως προς τη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος καπιταλιστικής ασυδοσίας για την προσέλκυση «επενδύσεων». Δηλαδή, για νέες αρπακτικές μπίζνες πάνω στις αιματηρές θυσίες του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό, άλλωστε, η συζήτηση γυρίζει ξανά και ξανά στις διαβόητες «μεταρρυθμίσεις».

2. Τα πράγματα εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι πάνε όπως τα έχουν υπολογίσει. Η συμφωνία θα γίνει, η χώρα θα έχει λεφτά να πληρώνει τις δόσεις και να εξυπηρετεί προς ώρας το χρέος της, μια κάποια αύξηση του ΑΕΠ θα καταγραφεί επιτέλους το 2017, ενώ και οι όποιες διευκολύνσεις για το χρέος θα υπάρξουν, απλώς θα πρέπει να περιμένουν τις γερμανικές εκλογές. Επιπλέον, είναι προφανές ότι, με τόσο πεσμένα τα μεροκάματα, με τα αντεργατικά μέτρα που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια και με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει γίνει πιο φιλο-επιχειρηματικός απ’ τα παλιά μνημονιακά κόμματα, οι καπιταλιστές, ξένοι και ντόπιοι, έχουν αρχίσει να ξεθαρρεύουν. Το αποδεικνύει η αύξηση των εξαγωγών, η επιστροφή στα κέρδη μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και μια πρώτη επενδυτική κινητικότητα, κυρίως βέβαια στον τουρισμό, τις υπηρεσίες, την ενέργεια και λιγότερο στην παραγωγή.
Όμως, όλα αυτά είναι μόνο η μία τάση. Η άλλη τάση είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, βιώνοντας την πλέον στρατηγική κρίση την ιστορίας του, πασχίζει να ανασυγκροτηθεί με τα ίδια ακριβώς μοντέλα που τον οδήγησαν στην πλήρη χρεοκοπία: επιχειρήσεις που γιγαντώνονται από τους σκανδαλώδεις όρους ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας, μαφιόζοι που σφάζονται για τα κανάλια και τις ομάδες, πολύ μεγάλη διασπορά του μικρομεσαίου κεφαλαίου γύρω από τουρισμό-υπηρεσίες, μικρή έμφαση στην παραγωγή, τεράστια έμφαση σε παραδοσιακές δραστηριότητες διαμεσολάβησης μεταξύ Ευρώπης-Ρωσίας-Κίνας. Με δυο λόγια, ό,τι κι αν κάνουν οι Ευρωπαίοι, το ΔΝΤ, ο Σόιμπλε, τα πολιτικά κόμματα, ο ελληνικός καπιταλισμός θα συνεχίσει για μια απροσδιόριστη περίοδο να κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βασικά επαναλαμβάνοντας τις κλασικές παθογένειές του. Χαρακτηριστικά, όλοι μιλούν για «ελεύθερη αγορά», αλλά ο ΣΕΒ θέλει επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, οι τραπεζίτες να καλύπτει τις «τρύπες» τους ο ελληνικός λαός, οι μικρομεσαίοι προστασία από τους μεγάλους κ.ο.κ.
Από την άλλη, ο ελληνικός λαός μεσοπρόθεσμα θα αποδειχθεί πολύ λιγότερο πειθήνιος απ’ ό,τι νομίζουν. Είναι δεδομένο ότι, με το που θα «πατήσει» λίγο καλύτερα στα πόδια του, ο κόσμος της εργασίας θ’ αρχίσει να διεκδικεί – έστω και ανοργάνωτα στην αρχή. Η δυναμική απεργία των κούριερ-ντελιβεράδων στις 25 Μαΐου, η νίκη των εργαζομένων της H&M ενάντια στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και η σημαντική συμμετοχή στη διαδήλωση της Γενικής Απεργίας στις 17 Μαΐου είναι τα πρώτα θετικά δείγματα. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων (έστω και με περιορισμούς) από τα τέλη του 2018 αντικειμενικά σπρώχνει την εργατική τάξη να παλέψει από τώρα για έναν καλύτερο συσχετισμό δυνάμεων. Η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτός από έγκλημα κατά της εργατικής τάξης, αποδείχθηκε μια ακόμα νεοφιλελεύθερη ηλιθιότητα, καθώς διατάραξε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων μερίδων της εργοδοσίας, ευνόησε τα πιο «πειρατικά» κεφάλαια και ακόμα έριξε το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγής.

3. Τέλος, εκεί που θα πέσουν εντελώς έξω οι μνημονιακοί εξωτερικού και εσωτερικού είναι όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις. Μπορεί να πανηγύρισαν τη νίκη Μακρόν στη Γαλλία, αυταπατώμενοι ότι η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία στην Ευρώπη σταθεροποιείται, ωστόσο το πρόσφατο ταξίδι Τραμπ στην από δω μεριά του Ατλαντικού ήταν για αυτούς σκέτη ψυχρολουσία. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ διαφώνησε σε όλα με τη Μέρκελ, κατήγγειλε τη Γερμανία για υπέρμετρο εμπορικό πλεόνασμα εις βάρος των ΗΠΑ, έκοψε λογαριασμό στους Ευρωπαίους κάτι εκατοντάδες δις για το ΝΑΤΟ και γενικώς υπερασπίστηκε πλήρως την πολιτική του αμερικανικού προστατευτισμού. Το σοκ ολοκληρώθηκε με την ανακοίνωση του Τραμπ ότι αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα. Η συμφωνία, βέβαια, είναι μια απάτη από περιβαλλοντικής απόψεως, αλλά η απόσυρση της Αμερικής δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στην Ε.Ε. να συνεχίσει να ελέγχει τις αγορές ενέργειας μέσω του «χρηματιστηρίου ρύπων» και της αδρά επιδοτούμενης «πράσινης οικονομίας».
Την ίδια στιγμή, στην Αγγλία, δημιουργείται μια πόλωση ανάμεσα στη Μέι, που έχει πάρει πάνω της το Brexit, και τον Κόρμπιν, ο οποίος παρουσίασε το πιο αριστερό πρόγραμμα των Εργατικών εδώ και 40 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό Economist, κατ’ εξοχήν εκφραστής του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού, καταγγέλλει τόσο τη Μέι, για «προστατευτισμό», όσο και τον Κόρμπιν, για «σοσιαλισμό»!
Παραμένουμε σταθεροί στις προβλέψεις μας: ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα διαιρεθεί αποφασιστικά ανάμεσα στο στρατόπεδο του «εθνικού προστατευτισμού», με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, και το στρατόπεδο των «ανοιχτών αγορών», με επικεφαλής τη Γερμανία και την Κίνα. Η σύγκρουση αυτή θα οξύνει την κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία είτε θα πρέπει να υποταχθούν πλήρως στη γερμανική ηγεμονία είτε να αλλάξουν στρατόπεδο, κάτι που θα σήμαινε διάλυση της Ε.Ε. Η διαμάχη ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές θα δημιουργήσει ευκαιρίες για ανασυγκρότηση και αντεπίθεση της εργατικής μας τάξης. Η Ελλάδα και η ελληνική εργατική τάξη δεν θα μείνουν έξω από αυτές τις εξελίξεις. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι νέες, μαχητικές, αδιάφθορες ηγεσίες, που θα αφήσουν πίσω την ηττοπάθεια της συμβιβασμένης, υποταγμένης στο σύστημα παραδοσιακής «αριστεράς» και θα δώσουν και πάλι ελπίδα και προοπτική στην τάξη μας.

8/6/2015
Η Συντακτική Επιτροπή